- ὑποδηματορράφος
- ὑποδημ-ᾰτορράφος [pron. full] [ρᾰ], ὁ, ([etym.] ῥάπτω)A shoemaker, Hdn.Gr.1.225, al., Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποδηματορράφος — shoemaker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδηματορράφος — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόδημα, ὑποδήματος + ρραφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ἱστιο ρράφος] … Dictionary of Greek
ὑποδηματορράφοις — ὑποδηματορράφος shoemaker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδηματορράφου — ὑποδηματορράφος shoemaker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδηματορράφων — ὑποδηματορράφος shoemaker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)